- ανεπώνυμος
- -η, -ο1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει επώνυμο, επίθετο2. ο ανώνυμος3. όποιος δεν έχει δικό του τίτλο ευγενείας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek